Ο Παρατατικός 

Οι αρχαίοι έρωτες εμπνέουν την θυμηδία, όχι το πάθος.Πρωτογνώρισα τον Δημήτρη Καλοκύρη δύο φορές.Μήνα Φεβρουάριο του 1966, το συγκρότημα στο οποίο συμμετείχε ως μπασίστας έπαιζε στην Αμικάλ του μετέπειτα γαλλικού ινστιτούτου. Η Βάνα μου τον έδειξε ανάμεσα στους καπνούς και στις ράχες με τα σακάκια των καβαλιέρων που είχαν (όλα) δυό σχισίματα. Οι ντάμες μας φορούσαν ακόμη σουτιέν με μπαλένες και πολλές έναν ελαφρύ κορσέ.Η Βάνα ήταν ερωτευμένη με τον Δημήτρη.Ανταλλάξαμε μια χειραψία με τις χούφτες γεμάτες φανταστικά παγάκια.Ηταν πάντως μπούζι.Αργότερα η φιλία μου με την Βάνα μετατράπη σε κάτι εποπτικότερο .Ηταν ο προηγούμενος, και ως επόμενος ήμουν υποχρεωμένος σε στερεότυπη συμπεριφορά Κάποια μέρα, Μάρτη του 1967, πάλι η Βάνα μου έφερε το βιβλίο του. Ηλιάδες κοντά στην θάλασσα.Χειροποίητο, γαλλικό ύφος,διαβάσματα που το διέτρεχαν όπως η λάγαρη βροχή τη λάσπη.Αυθημερόν συνέγραψα δισέλιδη κριτική,ξεκικνώντας την  «Ώστε Ηλιάδες, Δημήτρη!».Τετοια οικειότητα. Πάσχισα να είμαι πολύ επιθετικός αλλά και ξερόλας.Δεν έχω πιά το κείμενο, αλλά θυμάμαι την φράση «Για το [τάδε ποίημα] θέλεις ξύλο. Να δε δέρνουν νυχθημερόν σαράντα φαντάροι του Χριστιανόπουλου με αρβύλες». Μόνο ευπρεπές στιχηρό του βρήκα το «αύτη η θάλασσα/ η μεγάλη και ευρύχωρος» που βεβαίως ήταν του Δαβίδ.Αλλά γοητεύτηκα από έναν δεκαεννιάχρονο που χωρούσε την ευαισθησία του σε ένα μεγάλο σεντόνι που θα μπορούσε να κρεμαστεί σε ένα καλοκαιρινό παράθυρο, να στεγάσει μια ερωτική επαφή, να γίνει εφηβική χλαμύδα σε πάρτι. Ζήτησα (από την Βάνα) να τον δώ. Νομίζω τηλεφωνηθήκαμε, αλλά αυτά τα τσιπάκια τά ΄χω κάψει. Το ραντεβού μας ήταν αρχές Απριλίου στο ζαχαροπλαστείο Τόττης,το πλέον μοδάτο, δίπλα στην παλιά ηλεκτρική.Επιπλα από τικ,στον κατάλογο (πανάκριβη) κόκα κόλα Αμερικής και ναυαρχίδα το παγωτό Χιονάνθρωπος, δραχμές εικοσιπέντε.Χωρίς τη Βάνα που μας μούτρωσε επειδή θα απουσίαζε.Δεν θυμάμαι πόσες ώρες καθήσαμε.Βγαίνοντας, ήμασταν δυό στενοί, αδελφικοί φίλοι. Είχαμε έναν τρόπο να βγάζουμε τις πληροφορίες που είχαμε συγκεντρώσει στην εφηβεία μας, θαρρείς και τις μαζεύαμε για να τις ανακοινώσει ο ένας στον άλλον.Ηταν πολυταξιδεμένος, αβρός,  και στο βάθος πολύ σκληρός. Σιχαινόμασταν τα ίδια πράγματα και γελούσαμε με τον ίδιο τρόπο για τα άκρως αντίθετα. Η βαρβαρωσύνη μου μαλάκωσε, αφού θεωρούσα τον εαυτό μου έναν Σκύθη που θα γινόταν κάποτε Ανάχαρσις ή Ζάλμοξις.  Ο ελιτισμός του πήρε κάτι από την ασωτεία μου. Παρ όλο που υπήρξε πάντοτε άκρως ηθικό στοιχείο, συγκρατημένος και συναισθηματικός.Αφοσιωνόταν στην εκάστοτε ηγερία του με πάθος και ευγένεια.

Κατά έναν μαγικό και πρακτικό τρόπο, λύσαμε όλα τα ζητήματα που θα ταλάνιζαν στην επόμενη ινδικτιόνα την λογοτεχνία.Αντιδικτατορικοί; γιές.Οι παλαιοί; Μόνον γενιά του τριάντα κι όχι με πολύ Θεοτοκά.Παλαιότεροι; μόνον αυτοί που ήδη ξεχώρισαν ο Σεφέρης και ο Λορεντζάτος.Θεόφιλος; ναι. Ελύτης; Ασφαλώς.Αρχαίοι, μεσαιωνικοί και παλαιοί γενικώς; Ασφαλώς, αρκεί να μη θύμιζε η γραφή τους κείμενα των αναγνωστικών. Οι διαφορές μας ήταν σημαντικές αλλά προϊόν της παραπαιδείας εκάστου. Είχε μιά αγάπη στους Κρητικούς,από Κορνάρο σε Πρεβελάκη, μπορούσε να πλησιάσει την γαλλική λογοτεχνία. Συμπαθούσε τον Θέμελη.Αμφότεροι λατρεύαμε την απαγγελία.Αμφότεροι είχαμε στόχο «τα αυτοφυή διαμάντια που λέγονται δειλές όμορφες μαθήτριες». Αμφότεροι καταλαβαίναμε την κοινωνία που μας περιέζωνε ως ένα αμφίμεικτο άθροισμα από αμαθείς και κουτοπόνηρους βλάκες.Περιφρονούσαμε χίλιες φορές περισσότερα από αυτά που εκτιμούσαμε.

Παρά τα δεκαεννιά μας χρόνια, δεν συνεγγίσαμε αλλήλους παρθενογεννημένοι.Είχαμε υπάρχουσες παρέες, πολύ διαφορετικές.Αυτός πήγαινε στο Δεύτερο, εγώ στο Πεμπτο.Εδινε Φιλολογία, εγώ αρχιτεκτονική.Αλλά είμασταν ποιητές και είχαμε μοιράσει τις προοπτικές μας.Αυτός με Ελύτη, Εμπειρίκο, εγώ με Σεφέρη, Σαχτούρη.Με γενάρχες τον Εγγονόπουλο,τον Καβάφη.Με προσήλωση στον φουτουρισμό, στον σουρεαλισμό, στους νταντά, στους νέους μουσικούς ρυθμούς, στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, μαζί με ένα ιδιότυπο μίγμα παράδοσης που προέρχονταν από την ιστορία όπως φανταζόμασταν ότι είχε γραφεί.Οι διαφορές μας: ήταν τελεσιδίκως πιο λάτιν σε όλα, γοητευμένος από κουρσάρικες ιστορίες, από τον Ζάκ Μπρέλ,από τον Μπόρχες πρίν ακόμη τον διαβάσει. Δεν θα φορούσε ποτέ ιμάντες αντί παπιγιόν, αλλά του άρεζαν οι τολμηροί χρωματικοί συνδυασμοί. Οι παρέες μας είχαν ανάλογο αντίκρυσμα. Εγώ του προσκόμισα τον Γούφα, τον Γκέτζ, και παρόμοιους, αυτός τον Παντελέμα, τον Βούδο και τον Ηλιόπουλο, σύν την Τάνια που ζωγράφιζε ωραία και γελούσε όπως το φεγγάρι.Η χημεία δεν πέτυχε ποτέ.Η παρέες δεν ενώθηκαν, οι σχέσεις ήταν μερικές φορές διαταραγμένες. Στην απαρχή της χούντας σταθεροποιήθηκε με τους δυό μας και τον Ηλιόπουλο, που ήταν παραδοξολόγος,τον Βούδο που φορούσε Καρόν και ενίοτε τον Γκέτζ που ήταν μονίμως στην κόντρα, αλλά σπάνιας ποιότητας παιδί.

Την αλήθεια σε όλα αυτά, είναι αδύνατον να τη διακρίνω, εξάλλου μερικοί απέξω , ο Γραμμένος, ο Κεχαγιόγλου, την έχουν ήδη καταγράψει και μερικές φορές σαστίζω με την ακρίβεια των παρατηρήσεών τους. Ο Καλοκύρης διέθετε σωστή αίσθηση χρόνου στις απαγγελίες, διόρθωνε δεκάδες φορές τα ποιήματά του, και όταν διαβάζαμε κείμενά μας ο ένας στον άλλον, η τυποτεχνική εμφάνιση ήταν πολύ σημαντικό κριτήριο.Κάναμε εξώφυλλα, ξεπερνούσαμε την δουλεία των γραφομηχανών. Εθισμένοι στην ιδέα της προσωπικής ,ιδιωτικης έκδοσης, κυριολεκτικά αναπληρώναμε την έλλειψη ευκρινούς ύφους με την γραφιστική.Πολλά χρόνια πρίν τους υπολογιστές (ή για την ακρίβεια, την εποχή του Illiac-να μάθετε τι ήταν αυτό) ο Καλοκύρης συνέθετε οπτικά ποιήματα, ανέλυε ιδιότυπα τον Ελύτη,οι λέξεις ήταν γι αυτόν πειραματικές και ευπεπτες,έπαιζε κιθάρα, συνέθετε.Είναι ο μόνος ίσως Ελλην της γνωστής γενεάς που υπήρξε πάντοτε κάτοχος όχι μόνον του ποιητικού και συγγραφικού του έργου, αλλά και φορέας όλόκληρης της σχετικης τεχνογνωσίας.Διόρθωνε, μετέφραζε, κοίταζε τα εξώφυλλα, σελιδοποιούσε,περνούσε μέρες ολόκληρες πάνω στην τυπογραφική πειθαρχία.Μου είχε εμπιστευτεί δύο εξώφυλλα.Στα εικοσιένα του ήταν ένας πολύ καλός γραφίστας και επιμελητής εντύπων. Ζωγράφιζε εντατικά, συμμετείχε και σε μια ομαδική στα Γιάννενα το 68,ώσπου κατέληξε, από άλλες ατραπούς ,στο κολάζ.Στα εικοσιτρία του γνώριζε διά ζώσης όλα τα μεγάλα ποιητικά ονόματα που βασάνιζαν τον  ύπνο μας. Όταν ήρθε από τα Γιάννενα στη Θεσσαλονίκη,γνώρισε τον Μίμη Σουλιώτη και άρχισαν τα Τράμ, τα μπάμ και τα σχετικά της εποχής, που απασχολούν ακόμη μερικούς προπτυχιακούς φοιτητές.Φοιτήτριες δηλαδή.Ενα διάστημα, εκείνην την εποχή, δε μιλιόμασταν, για λόγους που ντρέπομαι να ομολογήσω.Αλλά διάβαζα πάντοτε τη δουλειά του.Ωσπου να έρθει το τέλος τον σέβεντις, οπότε σε μία συνάντηση κορυφής στο Γιόρκ του 1979,επανακαθορίσαμε την πορεία μας μέσα στην «νέα» λογοτεχνία που ήταν υπό διαμόρφωση,δεν άλλαξαν πολλά.Στην προσεισμική Θεσσαλονίκη,η παρουσία του Δημήτρη, με το δεύτερο Τράμ και τα εικαστικά του,ήταν σημαντική.

Οι σεισμοί διέλυσαν εκείνο το σκηνικό.Ο Καλοκύρης στη Αθηνα, στην Νέα Πεντέλη, σε ένα ερημητήριο,ενεργός σε πολλά, έβγαλε τον Χάρτη,γνώρισε και παντρεύτηκε την Ελένη του.Ο άνθρωπος και το έργο,διαχωρίστηκαν απότομα.Η αισθητική του τονώθηκε, ενώ τα κείμενά του άρχισαν να έχουν πολλούς αποδέκτες και αναγνώριση από το σινάφι, τουλάχιστον εκείνο που τον ενδιέφερε.

Δυό πράγματα ,που ίσως να μη τα ξέρετε. Πρώτον, ότι παρά την προσήλωση στην τεχνολογία της τυποτεχνίας και εκείνα τα εξαίσια χρώματα των φύλλων στον Κακό Αέρα,ο Καλοκύρης δεν είναι καθόλου μορφοκράτης,επειδή έχει οργανικώς αποτελεσματικό χιούμορ. Δεύτερον, είναι ο ολιγότερον αυτοβιογραφικός ποιητής που υπάρχει, δηλαδή οι πράξεις που ενέπνευσαν την στιχική του,δεν υπάρχει περίπτωση να ανιχνευτούν αν δεν σου το πεί ο ίδιος και μάλιστα με διευθύνσεις και τηλέφωνα.

Επίσης είναι απαισιόδοξος, αλλά λόγω χιούμορ δεν είναι πικρόχολος,είναι φοβισμένος αλλά σαφώς λιγότερο από μένα, και είναι ολιγογράφος, παρά τους πολλούς τίτλους που κυκλοφορούν, οι δύο κρατικώς βραβευμένοι, στην αγορά. Διότι ουδέποτε διέπραξε δημοσιογραφία,και υπάρχει άφθονος εκλεκτισμός στην παραγωγή του. Αν πίστευε ότι είναι κάτοχος του ύφους του, θα είχε πλημμυρίσει τα υπόγεια της χώρας με στίχους.Εχει αυτολογοκριτικές τάσεις,που ποτέ δεν αποθάρρυνε.

Είναι ο μόνος μου γνωστός που θεωρώ συνομήλικο.Τον Γραμμένο, που είναι και μεγαλύτερός μας ένα χρόνο, τον θεωρώ πιτσιρικά, τον Σουλιώτη ογδοντάρη. Είναι ο μόνος γνωστός μου που αν εφαρμόζονταν στην πράξη μερικά «αν», θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στη θέση μου κι εγώ στη δική του.Τον εμπιστεύομαι τυφλά σε πολλά. Οσο περνάν τα χρόνια φεύγει ολοταχώς από το έθνικ προς έναν αδήριτο και αδηφάγο σουιφτισμό,αλλά έπρεπε (κι αυτός) για να περνάει καλά, να έχει ζήσει στο Παρίσι μεταξύ 1906-1914. Το ότι προέκυψε από Ρέθεμνος,σαλονικιώτικη πόπ  και ένα εκατομμύριο λέξεις στη διάθεσή του,ορίζει αλλοιώς τον αυτοσαρκασμό του.

Εχουμε κάνει πολλές πλάκες, μερικές αδρές,που αξίζουν μια θέση στον Καζαμία, πλέον ,της λογοτεχνίας.Πάντως, αν ο θεός μας είχε κατεβάσει καταγής με ελαφρώς διαφορετικό εγκεφαλικό σαλίγκαρο, θα είμασταν από εκείνον τον Απρίλη του 1967, μέλη ενός καλού ρόκ συγκροτήματος, με πρώτη επιτυχία το σουξέ «Ο παρατατικός».

 

 

Σεπτέμβριος 2003[ Τυπώθηκε σε έναν Πόρφυρα]